Απόσπασμα από το νέο διήγημά μου
***
Οι πρώτες σταγόνες βροχής είχαν αρχίσει να πέφτουν. Στάθηκαν αντικριστά. Ήξεραν ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα βλέπονταν. Αυτή η στιγμή δεν είχε καμία σχέση με εκείνη που είχαν ζήσει πριν από λίγη ώρα μέσα στο δωμάτιό του. Εκεί όπου είχαν ενωθεί σαν καταραμένοι εραστές λίγο πριν από το τέλος, με δίψα και πόθο, που λιώνει σάρκες και ψυχές.
Το βλέμμα του έπεφτε πάνω της λαίμαργο, απελπισμένο, πονεμένο. Απέφυγε να την αγγίξει. Ήξερε ότι δεν θα είχε τη δύναμη να την αφήσει να φύγει. Ήδη στεκόταν εκατοστά μακριά του και έδειχνε πιο απόμακρη και πιο ξένη από ποτέ.
“Αντίο, λοιπόν” Σχεδόν ρώτησε. Τον κοίταξε θλιμμένη. Το γκρίζο βλέμμα του όπως τη σκέπαζε τη συνέτριβε. Ήθελε να του πει “ναι. Θα μείνω εδώ για πάντα, όσο το πάντα διαρκεί σ' αυτήν τη θνητή ζωή” αλλά δεν είχε τη δύναμη να δει αυτόν τον έρωτα να πέφτει θύμα της φθοράς του χρόνου. Γνώριζαν και οι δύο την κατάληξη αυτής της σχέσης, αυτού του έρωτα που διήρκεσε μόνο στιγμές, αιώνιες στιγμές. Πλέον δεν υπήρχε γυρισμός.
Άπλωσε το χέρι της και προέτεινε την παλάμη της.
Ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Κράτησε σφιχτά το χέρι της και τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν με τα δικά της. Τα βλέμματά τους ενώθηκαν σε μια καυτή πολιορκία, ποιος θα κάψει την ψυχή του άλλου. Είδε το ταξί να πλησιάζει πίσω της. Ερχόταν το τέλος. Την τράβηξε κοντά του και το ελεύθερο χέρι του τυλίχτηκε γύρω από τη μέση της με τα χείλη του να σκύβουν στο στόμα της. Κι εκείνη παραδόθηκε, λες και ένα τελευταίο φιλί θα της χάριζε τον παράδεισο στο χείλος της κόλασης. Δέχτηκε τη θυελλώδη εισβολή του τη στιγμή που κατέρρεε κάθε λογική, τη στιγμή που η καρδιά της ράγιζε, τη στιγμή που οι δυο τους αποχωρίζονταν με ένα φιλί. Ο αναστεναγμός του πόθου του ενώθηκε με τον λυγμό της επιθυμίας της.
Τον έσπρωξε απαλά αφήνοντας τις ψιχάλες της βροχής να σβήσουν τις τελευταίες φλόγες ενός έρωτα που έμελλε να πεθάνει στο “αντίο”. Αντάλλαξαν ένα βλέμμα και πριν λυγίσει πισωπάτησε και άνοιξε την πόρτα του ταξί, που είχε σταματήσει πίσω της. Μπήκε μέσα χωρίς να κοιτάξει πίσω. Όλα έσπασαν μέσα της και γύρω της, λες και διαλυόταν ο κόσμος της. Περίμενε δευτερόλεπτα και όπως ο οδηγός ξεκίνησε κοίταξε πίσω. Στη μέση του δρόμου στεκόταν εκείνος και απλώς κοιτούσε ανήμπορος να αντιδράσει με εκείνους τους γκρίζους ουρανούς του, που είχαν χαϊδέψει κάθε εκατοστό της καρδιάς της. Σήκωσε το χέρι του σε έναν τελευταίο αποχαιρετισμό και μετά έκλεισε τα δάχτυλά του σε μια γροθιά.
“Σ' αγαπώ!” της φώναξε αλλά τη φωνή του κάλυψε ο ήχος της κίνησης και του πλήθους που πλημμύριζε τους πολυσύχναστους δρόμους.
Έκλεισε τα μάτια της και άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν ελεύθερα. “Σ' αγαπώ” ψέλλισε ελεύθερα αλλά πλέον ήταν αργά. Οι λέξεις θα σβήνονταν όπως το αυτοκίνητο ξεμάκραινε και το συναίσθημα θα ξεθώριαζε με το πέρασμα του χρόνου. Όλα θα γίνονταν μια ανάμνηση. Και μόνο ο ήχος από τη μελωδία, που τώρα ακουγόταν από τα ηχεία του αυτοκινήτου, θα έμενε για πάντα χαραγμένος μέσα της να της θυμίζει τη στιγμή που τον έχανε για πάντα, τη στιγμή του μεγάλου ερωτικού τους φινάλε. Με βροχή και δάκρυα, σε μια πολύβουη αιώνια πόλη, εκεί που είχε γραφεί ένας αιώνιος έρωτας.
E.A
Τι έγραψες πάλι κορίτσι μου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ!!
Διαγραφή