Κάποια αντίο πονάνε περισσότερο. Κάποια αντίο φαντάζουν αδιανόητα. Καποια αντίο πιστεύεις ότι δεν θα τα ζήσεις ποτέ. Ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Πώς γράφεις το αντίο όταν δεν το έχεις συνειδητοποιήσει καν; Το χαράσσεις μέσα σου, το βροντοφωνάζει η ψυχή σου, το ανασαίνουν τα χείλη σου; Ίσα μόνο να το ακούσεις εσύ γιατί φοβάσαι ότι αν ακουστεί δυνατά θα γίνει πραγματικότητα... Κι όμως είναι πραγματικότητα.
Μια ήταν η αιτία διαφωνίας μας: Όταν φορούσα μαύρα, συνεχώς δηλαδή. Ένας άνθρωπος όλο φως και χαμόγελο, αγάπη και καλοσύνη. Και δεν άντεχε να βλεπει τα μαύρα. Ήταν το μισητό του χρώμα. Δεν είσαι εσύ σκοτεινός άνθρωπος, μου έλεγε, μην φοράς μαύρα, με ανατριχιάζει.
Το πένθος είναι χρώμα που κουβαλάς στην καρδιά, όχι στα ρούχα, έλεγα, αλλά σταμάτησα να φοράω μαύρα όσο καιρό εκείνος ήθελε να βλέπει την αντανάκλαση του φωτός του, της ύπαρξής του, της ψυχής του. Μόνο χρώμα...
Διάλεξε μία σημαδιακή ημέρα για να φύγει. Αφού έζησε όλη την αιωνιότητά του σ' αυτήν τη ζωή, επέλεξε να αφήσει τη μισή του αιωνιότητα πίσω και να μας αφήσει στα μισά του χρόνου...
Αυτός θα καταλάβαινε τι εννοώ, αυτός ήταν ολόκληρος η ίδια η αιωνιότητα, αυτός τη γέννησε.
Στην αιωνιότητα, λοιπόν, μπαμπά μου...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου